Δύο χρόνια μετά και με την επίκληση ότι «δεν στοιχειοθετείται οποιοδήποτε αδίκημα» (!) οι δικαστικές και οι αστυνομικές αρχές ουδέποτε ερεύνησαν ουσιαστικά το θέμα του μοντάζ των συνομιλιών μεταξύ των σιδηροδρομικών πριν από την τραγωδία των Τεμπών.
Κι ενώ ήδη έχει παρέλθει ένας χρόνος περίπου από την αποκάλυψη της εφημερίδας «Το Βήμα της Κυριακής» για τη συρραφή των συνομιλιών που οδήγησε τότε και στην πρόταση δυσπιστίας της κυβέρνησης, η σχετική έρευνα δεν «άγγιξε» καθόλου αυτούς που προχώρησαν στη συγκεκριμένη μεθόδευση.
Οι δικαστικές αρχές έχουν ασκήσει ποινικές διώξεις σε βαθμό πλημμελήματος για «παραβίαση υπηρεσιακού απορρήτου» σε επτά στελέχη του ΟΣΕ που φαίνεται να παρέλαβαν πρόωρα το βράδυ της πολύνεκρης τραγωδίας, από το σύστημα καταγραφών του Οργανισμού, τα ηχητικά αρχεία με τις συνομιλίες σταθμάρχη, μηχανοδηγών κ.λπ. Τα στελέχη αυτά αναμένεται να καθίσουν στο εδώλιο του κατηγορουμένου στις αρχές Οκτωβρίου 2025 μετά από δύο αναβολές. Η ΕΛ.ΑΣ. όμως, κι όχι μόνο, δεν έχει διερευνήσει διεξοδικά ποιος και προς ποιους παρέδωσε αυτά τα αρχεία που εμφανίσθηκαν μέσα σε λίγες ώρες παραποιημένα στην ηλεκτρονική σελίδα της εφημερίδας «Πρώτο Θέμα».
«Συγκόλληση»
Υποβλήθηκαν μόνο τυπικές ερωτήσεις προς τους «επτά», αν είχαν δηλαδή επαφές με το συγκεκριμένο σάιτ, δόθηκε αρνητική απάντηση και όλα σταμάτησαν εκεί… Χωρίς να εξετασθούν οι ηλεκτρονικοί υπολογιστές των στελεχών αυτών, αλλά και χωρίς να κληθούν για κατάθεση εκπρόσωποι του ΜΜΕ που δημοσιοποίησε τα παρανόμως εξαχθέντα αρχεία, όπου φαίνεται ότι υπάρχει «συγκόλληση» συνομιλιών του σταθμάρχη της Λάρισας με μηχανοδηγούς και άλλων τρένων για να φανεί ότι δίνει επίμονα λάθος οδηγίες προς το μοιραίο Intercity 62.
Κι όλα αυτά με βασική δικαιολογία ότι τα συγκεκριμένα ηχητικά αρχεία, που «ξεριζώθηκαν» από το δίκτυο του ΟΣΕ και χαλκεύτηκαν, δεν ήταν εκείνα που παραδόθηκαν μερικές ημέρες αργότερα στις δικαστικές αρχές, με τη νόμιμη, προβλεπόμενη διαδικασία. Ως εκ τούτου, θεωρήθηκε ότι αφού δεν επλήγη η διαδικασία για τη διερεύνηση της τραγωδίας, δεν ήταν ποινικώς ενδιαφέρουσα η αλλοίωση των συνομιλιών. Όπως όμως εξηγούν νομικοί, «με βάση αυτό το σκεπτικό θα μένει χωρίς οποιοδήποτε δικαστικό έλεγχο ή τιμωρία οποιαδήποτε δημοσιοποίηση παραποιημένων εγγράφων, ηχητικών αρχείων, βίντεο κ.λπ., που παραπλανούν την κοινή γνώμη».
Όταν υπήρξε η αποκάλυψη του «Βήματος της Κυριακής» για τη «μονταζιέρα των Τεμπών» και των σχετικών αναρτήσεων του «Πρώτου Θέματος», η κυβέρνηση είχε επιχειρήσει να υποβαθμίσει την υπόθεση. Ουδέποτε όμως είχε αποστασιοποιηθεί και ουδέποτε διατύπωσε την άποψη – κάτι που συμβαίνει σε σχετικές περιπτώσεις – ότι αυτό «δεν είναι θέμα της κυβέρνησης αλλά του μέσου που δημοσιοποίησε τα εν λόγω αρχεία» και ουδέποτε υποστήριξε κάτι τέτοιο και στη διάρκεια της συζήτησης που ακολούθησε στη Βουλή.
Θυμίζουμε ότι τα πρώτα 24ωρα ανάδειξης του θέματος από «ΤΟ ΒΗΜΑ» υπήρξε ανακοίνωση του συγκεκριμένου ΜΜΕ που ανέφερε ότι «Το «Πρώτο Θέμα» εκείνες τις ημέρες έφερε πρώτο στη δημοσιότητα νομίμως καταγεγραμμένες συνομιλίες των πρωταγωνιστών του τραγικού δυστυχήματος που συγκλόνισε όλο τον κόσμο. Τις δικές μας αποκαλύψεις ακολούθησαν όλα ανεξαιρέτως τα μέσα ενημέρωσης».
Αλλαγή πλεύσης
Τον Απρίλιο του 2024 και αφού ολοκληρώθηκε η συζήτηση στη Βουλή, με την πρόταση δυσπιστίας κατά της κυβέρνησης, ο Πρωθυπουργός σε συνέντευξή του στον τηλεοπτικό σταθμό AΝΤ1 άλλαξε γραμμή πλεύσης: Όπως σημείωνε τότε «το πώς διέρρευσαν τα ηχητικά στα Μέσα, το τι έπαιξαν μετά τα Μέσα, αυτό είναι κάτι το οποίο δεν μπορώ να το γνωρίζω. Αλλά σε καμία περίπτωση – και αυτό το δηλώνω κατηγορηματικά – δεν υπήρχε καμία κυβερνητική ανάμειξη σε αυτό. (…) Τα υπόλοιπα ας τα βρει η Δικαιοσύνη» και πρόσφατα επανέλαβε την ίδια άποψη.
Ωστόσο η εφημερίδα «Πρώτο Θέμα» σε πρόσφατη ανακοίνωσή της, με την επάνοδο του θορύβου για τις συγκεκριμένες επιλογές, διατύπωσε τον ισχυρισμό ότι το Mega είχε τη σχετική αποκλειστικότητα μετάδοσης των συνομιλιών. Κάτι βεβαίως απολύτως αναληθές, το οποίο διαψεύδεται άλλωστε και από την ίδια την προαναφερθείσα ανακοίνωση της εφημερίδας.
Σημειώνεται, τέλος, ότι λίγους μήνες μετά την τραγωδία – το καλοκαίρι του 2023 – είχε ζητηθεί έρευνα για τη διαρροή των συνομιλιών ύστερα από καταγγελίες του Σωματείου των εργοδηγών του ΟΣΕ. Όμως σε αυτή την έρευνα δεν υπήρχε καμιά συνέχεια! Ο φάκελος άλλαζε χέρια μεταξύ αστυνομικών τμημάτων της Αθήνας, ενώ είχε καταχωρισθεί στην Εισαγγελία ως «υπόθεση του ΟΤΕ» κι όχι του ΟΣΕ…
Premium έκδοση ΤΑ ΝΕΑ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου